Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐγρεμάχη — ἐγρεμάχης exciting masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγρεμάχης — ἐγρεμάχης ( ου), ο (θηλ. ἐγρεμάχη, η) (Α) αυτός που διεγείρει ή προκαλεί μάχες … Dictionary of Greek